- παρακειμενως
- παρακειμένωςπαρα-κειμένωςпараллельно, попутно или вслед за
(π. τῷ περὴ θεῶν λόγῳ τὸν περὴ ἡρώων ἱστορητέον Plut.; τὰς ἐνστάσεις π. ἐκθησόμεθα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(π. τῷ περὴ θεῶν λόγῳ τὸν περὴ ἡρώων ἱστορητέον Plut.; τὰς ἐνστάσεις π. ἐκθησόμεθα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρακειμένως — Α επίρρ. 1. κοντά, παράλληλα, παραδίπλα («φησὶ σκύφον εἶναι παρακειμένως ἔχοντα τὰ ὦτα καθάπερ αἱ διάπρῳροι τῶν νεῶν», Αθήν.) 2: μετά από αυτά, έπειτα 3. με όμοιο τρόπο, ομοίως 4. με ευκολία, εύκολα, με ετοιμότητα, εκ τού προχείρου («ἵνα ἑτοίμως… … Dictionary of Greek
παρακειμένως — παράκειμαι lie beside perf part mp masc acc pl (doric) παράκειμαι lie beside pres part mp masc acc pl (doric) παρακειμένως similarly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)